- λυδοκαρικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία και στην Καρία2. φρ. «λυδοκαρική μάζα»γεωλ. παλαιότερη ονομασία τών μεταμορφωμένων και ημιμεταμορφωμένων πετρωμάτων που απαντούν κυρίως στην ορεινή περιοχή τής Μικράς Ασίας.
Dictionary of Greek. 2013.